- ἀνάκρουμα
- ἀνάκρου-μα, ατος, τό,A = -κρουσις 11, Corn.Rh.p.353 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνάκρουμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)